Θάνος Δεσποτόπουλος | Thanos Despotopoulos • Το παράξενο σπίτι
(2ο έτος | 2nd year)
Λάδι σε καμβά | Οil on canvas, 70 x 100 cm
Τέλη της δεκαετίας του 90, όταν μετακομίσαμε στο καινούργιο μας διαμέρισμα στη Γλυφάδα με τους γονείς μου, μείναμε απέναντι από ένα παράξενο όπως μου φαινότανε τότε σπίτι. Παράξενο για δυο λόγους, πρώτον γιατί δεν συμβάδιζε αρχιτεκτονικά με τα νέο μοντέρνα κτίρια της περιοχής και δεύτερον γιατί η οικογένεια που ζούσε εκεί, έδειχνε κάπως παράξενη. Θυμάμαι τον πατέρα να ασχολείται με ένα μικρό κήπο. Ο κήπος του αποτελούνταν από ένα αμπέλι, δυο λεμονιές και λίγες τριανταφυλλιές, αποφεύγοντας πάντα να μιλήσει στον οποιονδήποτε. Η μάνα σπάνια έβγαινε στο μπαλκόνι, την μια κόρη την θυμάμαι να φεύγει πρωί, πρωί για την δουλειά της και να γυρνάει αργά το απόγευμα. Η άλλη κόρη είχε σύνδρομο down. Ήταν η μόνη που ήταν κοινωνική, χαιρετούσε τους πάντες και η μόνη που έδειχνε χαρούμενη. Όταν το χρόνια περάσανε και οι γονείς φύγανε, θυμάμαι μια μέρα να ζωγραφίζω στο μπαλκόνι μου και κάποια γυναίκα να με χαιρετάει επίμονα, ήταν η κόρη που φάνταζε απόμακρη. Μου είπε ότι ζωγράφιζε χρόνια και ντρεπότανε να βγει στο μπαλκόνι της να ζωγραφίσει, ενώ τώρα που είδε και εμένα θα το κάνει. Εκείνη την στιγμή αναρωτήθηκα, άραγε το σπίτι και οι κάτοικοι του έδειχναν παράξενοι, η μήπως όλοι εμείς, η κοινωνία κάνουμε κάποιους άλλους ανθρώπους να δείχνουν απόμακροι , φοβίζοντας τους μέχρι και στο μπαλκόνι τους να βγουν. Αυτό ήταν αρκετό για να θελήσω να απεικονίσω ένα παράξενα όμορφο σπίτι.
At the late 90s, when we moved at our new apartment with my parents in Glyfada, we stayed across a weird as it looks like house. It showed to me weird for two reasons, first because didn’t fitted with the new modernism architecture of the area and second, the family which live there, looked weird and eerie. I remembered the father always been at the small garden with the vineyard, with the two lemon trees and the some roses, avoided to talk to anyone. The mother rarely went out at the balcony. The first daughter was leaving the house early in the morning and was coming back late at the evening, from her job. The other daughter had Down syndrome. She was the only one communicative, talked to anybody and looked happy. After the death of the parents, I was painting at my balcony and I noticed the first daughter persistently greeted me. She told me that she liked to painted, but she was shamed to came out at her balcony, and now that she saw me, she would also done it. At that moment I wondered that if it was the house and the owners that looked eerie and weird, or we are, the society. A society that forced other people to look like be weird and scaring them so , that it is difficult for them even coming out at their balcony. That it was the purpose, I wanted to paint a beautifully weird house.
Ποίημα Δ. Δασκαλόπουλου:
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΣΠΙΤΙ
Ζούσαμε τέσσερις σ’ ἕνα παράξενο σπίτι
στοιχειωμένο ἀπό νοσταλγία καί ἀναπόληση.
Ὁ ἕνας ἒφυγε μετά τό μεσημέρι κι ὁ ἄλλος
πέθανε τήν ὥρα που φύτευε τριαντάφυλλα.
Ἀπομείναμε δυό σέ χωριστά δωμάτια
περιφραγμένοι μέ εὔπλαστα, σάν ἀπό πηλό, συναισθήματα.
Τ’ ἀπογεύματα μετά τίς ἀνοιξιάτικες μπόρες,
καθώς ἀνεβαίνουν ἀπό τα νοτισμένα χώματα
σάν καπνοί ἀπό θειάφι οἱ θύμησες,
σφιγμένα σ´ ἐπίσημες μαῦρες φορεσιές
βγαίνουν σεργιάνι τά πρόσωπα πού ἀγαπήσαμε
καί ἔκαναν ἐλάχιστη τή μικρή ζωή μας φεύγοντας.
Τότε, μές ἀπ’ τίς δακρυσμένες φυλλωσιές
καί τά κλαμένα μάτια τῶν καρπῶν πού αἰωροῦνται,
κουνᾶμε δειλά τά χέρια στούς ἄλλους δυό
πού διασχίζουν ἀπόκοσμοι τόν κῆπο
χωρίς νά βλέπονται, ἀμίλητοι κι ἀγνώριστοι.
Καί οἱ περίοικοι ἔχουν νά ποῦν πώς, ὅταν
προβάλλει στήν ἀνατολή ὁ Ἥλιος καί φεύγει
στή δύση ἡ Σελήνη, δέν εἶναι παρά
τά προσφιλῆ χαμένα πρόσωπα,
πού διεκδικοῦν τη μνήμη μας
πάνω ἀπ’ τό παράξενο σπίτι.
Ὁ κόσμος ἀρχίζει στά μάτια και τελειώνει στά ὄνειρα.