Λουσίν Φισντακτζιάν | Lousin Fisdakjian • Εφιάλτες
(5ο έτος | 5th year)
Μικτή τεχνική, εγκατάσταση σε χώρο | Mixed media, installation in space
Όλες αυτές οι ματιέρες οι οποίες εμπλέκονται σ΄αυτήν την εικόνα, παραπέμπουν σε εμπόλεμες καταστάσεις· στην απόρροια του πολέμου, στα συντρίμμια, στη μυρωδιά, στη ψυχική φθορά αλλά και στη φθορά του χρόνου, μια κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο. Θέλοντας να δημιουργήσω στα έργα μου τον δικό μου κόσμο και να κάνω μια κατάθεση ψυχής μέσα από τα βιώματα μου, ήθελα να προσδώσω μια μνημειακή εικόνα, μια εικόνα γενεοκτονίας, βίαια αποτυπωμένη, μια εννοιολογική μετουσίωση από σωρούς πτωμάτων σε μια εγκατάσταση σαν ‘’πεταμένα μπάζα’’. Ο άνθρωπος στην εξαθλιωμένη του μορφή, όταν πλέον η υπόστασή του εξαφανίζεται και αποκτάει την έσχατη διάστασή της.
All these materials involved in these pictures, refer to states of war; to its aftereffects, to debris, to smells, to mental decay, but also to decay of time, a situation in which human comes face to face with death. Aiming to create my own world in my works and explain my inner feelings through my experiences, I wanted to give a monumental image of genocide, violently imprinted, a conceptual transmutation from piles of corpses into an installation like ‘’discarded rubble’’. Human being in its most impoverished existence, where hypostasis disappears and winds up to its total devastation.
Ποίημα Δ. Δασκαλόπουλου:
ΕΦΙΑΛΤΗΣ
Χτύπησαν τά σήμαντρα. Δέ γρικάει κανείς.
Ὁ φονιάς πού διάβηκε κράταγε μαχαίρι·
σέ κανίστρι πλουμιστό γιά νά πικραθεῖς
στέλνει τ’ ἀφκιασίδωτο καί χλωμό σου χέρι.
Ὅσα δάκρυα κύλησαν τόσοι στεναγμοί
κύπελλο τά μάτια σου στ’ οὐρανοῦ τό στόμα.
Οἱ βραγιές ξεπάγωσαν. Οἱ πνιχτοί λυγμοί
πού μαδοῦν τό στῆθος σου ὄχι, ὄχι ἀκόμα.
Τό παιδί ξεσκίζουνε λύκοι καί σκυλιά
γέφυρα τά σκέλη σου γιά νά προσπεράσουν.
Πνίξε το παράπονο ἄφωνη λαλιά
τά ποτήρια ἀδειάσανε, τί νά σέ κεράσουν;
Μή ρωτᾶς ἄν διάβηκα μη ρωτᾶς ἄν φύγω
τό κεφαλομάντιλο νά! γιά τήν πληγή.
Ρώτα με ᾶν πέρασα ποταμούς. Ἀνοίγω
μνῆμα γιά τούς ἄθαφτους τούς νεκρούς στή γῆ.
Ὅ,τι βρῶ στό δρόμο μου θἄναι ἡ σκιά σου.
Στήν ποδιά σου ἄσε με γιά νά κοιμηθῶ
σκέπασε τό ρίγος μου μέ τά ὄνειρά σου
μέρες πού μᾶς μέλλονται νά ὀνειρευτῶ.
Χτύπησαν τά σήμαντρα. Δέ γρικάει κανείς.
Κρύψε τό μαχαίρι σου, ὅπου νἄν’ χαράζει.
Στή σκοπιά πού τάχτηκες να ξημερωθεῖς
τά λιοπύρια σ’ ἔψησαν. Ἔρχεται τ’ ἀγιάζι.
Στήν πλημμύρα τῆς αὐγῆς εἶπες νά πνιγεῖς.
Ἡ γριά πού πλέκει σου δρόμο ἔχει τάξει
στῆς νυχτιᾶς τήν ἄμπωτη νά μέ ξαναβρεῖς
στό τρελό κι ἀλόγιστο κι ἄσωστο μετάξι.